- ἀνδροβρώς
- ἀνδρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ,A man-eating, cannibal,
γνάθος E.Cyc.93
;χαρμοναί Id.HF384
;ἡδοναί Fr.537
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γνάθος E.Cyc.93
;χαρμοναί Id.HF384
;ἡδοναί Fr.537
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνδροβρῶσι — ἀνδροβρώς man eating masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροβρῶτα — ἀνδροβρώς man eating masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροβρῶτας — ἀνδροβρώς man eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροβρῶτος — ἀνδροβρώς man eating masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek